- βαρυτόνοις
- βαρύτονοςdeep-soundingmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοτονώ — ὁμοτονῶ, έω (Α) [ομότονος] 1. έχω την ίδια ένταση 2. έχω τον ίδιο μουσικό τόνο με κάποιον 3. γραμμ. έχω τον ίδιο τονισμό («ὁμοτονεῑ τοῑς βαρυτόνοις τὰ βαρύτονα», Αμμών.) … Dictionary of Greek